περιτυλίγω

περιτυλίγω
περιτυλίγω, περιτύλιξα βλ. πίν. 21

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περιτυλίγω — Ν βλ. περιτυλίσσω …   Dictionary of Greek

  • περιτυλίγω — περιτύλιξα, περιτυλίχτηκα, περιτυλιγμένος 1. τυλίγω κάτι (κλωστή, ταινία, αλυσίδα) γύρω από κάτι: Η κλωστή περιτυλίγεται στο καρούλι. 2. περικαλύπτω κάτι: Περιτύλιξα το πακέτο με χαρτί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατειλύω — (Α) περιτυλίγω, περικαλύπτω, καλύπτω («κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισιν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εἰλύω «περιτυλίγω»] …   Dictionary of Greek

  • συμπεριειλώ — έω, Α περιτυλίγω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + περιειλῶ «περιτυλίγω»] …   Dictionary of Greek

  • φασκιώνω — φάσκιωσα, φασκιώθηκα, φασκιωμένος 1. περιτυλίγω βρέφος με φασκιά, το σπαργανώνω. 2. επιδένω, περιτυλίγω με επίδεσμο: Βγήκε το νύχι του και αυτός φάσκιωσε το δάχτυλό του. 3. περιδένω σπασμένο μέλος του σώματος με νάρθηκα, το καλαμώνω: Ύστερα από… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλεκατίζω — [αλεκάτη] περιτυλίγω στην αλεκάτη μαλλί ή βαμβάκι για γνέσιμο …   Dictionary of Greek

  • αμφελίσσω — ἀμφελίσσω (Α) (ποιητικός και ιωνικός τύπος αντί ἀμφιελίσσω) τυλίγω, περιτυλίγω, διπλώνω, συμπτύσσω, συμπλέκω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ἑλίσσω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμφελικτός] …   Dictionary of Greek

  • αμφιελίσσω — ἀμφιελίσσω (Α) περιελίσσω, περιτυλίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + ἑλίσσω < ἕλιξ (πρβλ. και ἀμφελίσσω). ΠΑΡ. αρχ. ἀμφιελικτός, ἀμφιέλισσα] …   Dictionary of Greek

  • αναλέγω — (Α ἀναλέγω, Μ ἀναλέγομαι) [λέγω (ΙΙ)] μσν. νεοελλ. εκλέγω, διαλέγω νεοελλ. Ι. ενεργ. 1. τυλίγω, περιτυλίγω 2. μαλώνω, επιπλήττω 3. διανύω, ανεβαίνω, σκαρφαλώνω, τρέχω ΙΙ. μέσ. 1. διηγούμαι, εξιστορώ 2. αναλογίζομαι, σκέφτομαι 3. αισθάνομαι τάση… …   Dictionary of Greek

  • ανειλώ — ἀνειλῶ ( έω) (Α) Ι. ενεργ. 1. ξεδιπλώνω, ανοίγω 2. περιτυλίγω, στριμώχνω II. μέσ. 1. συνωθούμαι, συναθροίζομαι 2. περιορίζομαι, στενοχωρούμαι 3. (για γλώσσα) συμμαζεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + ειλώ ( έω) «συνωθώ, συγκεντρώνω, τυλίγω». ΠΑΡ. αρχ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”